φλιτάρισμα

φλιτάρισμα
το, -ατος
το να φλιτάρεις (βλ. λ.), το να εκτοξεύεις φλιτ (βλ. λ.): Στο φλιτάρισμα να κλείνεις και τις πόρτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φλιτάρισμα — το, Ν [φλιτάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φλιτάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”